- κυνοδέσμη
- κυνοδέσμη, ἡ, ή κυνοδέσμιον, τὸ (Α)δέρμα με το οποίο οι χορευτές έδεναν την πόσθη («ᾦ δέ τὴν πόσθην ἀπεδοῡντο, τοῡτον τὸν δεσμὸν κυνοδέσμιον ὠνόμαζον», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -δέσμη (< δεσμός < δέω), πρβλ. μονο-δέσμη, στηθο-δέσμη. Ο τ. κυνοδέσμιον < κυν(ο)*- + -δέσμιον (< δεσμός), πρβλ. κεφαλο-δέσμιον, στηθο-δέσμιον]. κυνοδέσμιον / κυνοδέσμιον, τὸ (Α)βλ. κυνοδέσμη.
Dictionary of Greek. 2013.